Για να "κατεβάσετε" και να δείτε τα θέματα στο μάθημα στο μάθημα Αρχαίων Ελληνικών, πατήστε τον παρακάτω σύνδεσμο:
Θέματα στο μάθημα Αρχαίων Ελληνικών 2023
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2023
Α.
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Α1. α. 1 Λάθος
2 Λάθος
3. Σωστό
Α1 β. α. 1
β. 3
Β1.
Ο
Αριστοτέλης στο Α’ βιβλίο των Πολιτικών
ορίζει την ‘’πόλιν’’, αλλά και τον σκοπό της ύπαρξης της.
Είναι η τελειότερη μορφή
κοινωνικής συμβίωσης. Περιλαμβάνει ατελέστερα κοινωνικά μορφώματα, όπως η
οικογένεια, η φυλετική συγγένεια και σχέση, το χωριό, μια συντεχνία κ.ά. Η πόλις
δεν είναι απλώς μια ανταλλακτική κοινωνία που διασφαλίζει την επιβίωση των μελών
της, αλλά εκείνη η οργανωμένη και αρθρωμένη κοινωνία που διασφαλίζει τις
προϋποθέσεις για την πλήρη ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ύψιστος
σκοπός της ύπαρξής της είναι το κοινό αγαθό, η συλλογική και ατομική ευτυχία των
μελών της.
Η
«πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν
κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και
αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ
κοινωνία ἡ πολιτική».
Ως προς
το γένος λοιπόν η πόλις είναι μια
«κοινωνία», με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν και
συνεργάζονται αποβλέποντας –η καθεμιά ξεχωριστά– στην επίτευξη ενός κοινού για
τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν
συνεστηκυῖαν»). Αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο,
τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση
χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο.
Οι επιμέρους αυτές κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής
κοινωνίας, εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή («ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα
τὰς ἄλλας»), και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική
κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της
στιγμής, ή στο συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά σ’ ένα ανώτερο αγαθό
(«κυριωτάτου πάντων»), δηλαδή στην ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, που αφορά
«ἅπαντα τὸν βίον». Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια είχε χαρακτηρίσει
το υπέρτατο αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».
Η ειδοποιός διαφορά
ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη),
ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης
υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής
κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο
αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των
πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της
ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η
«κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το
«κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών.
Ήδη στην εισαγωγή
των Ηθικών Νικομαχείων είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο
«εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη. Αρχικά,
λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι
που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της
ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση
της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής
ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Μελετώντας,
λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον
ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια
ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο
προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα
κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την
ευδαιμονία μέσα στο πλαίσιο της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους
πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης.
Στη
συνέχεια του κειμένου παρατηρούμε πως ο
Αριστοτέλης προσθέτει κι άλλα
χαρακτηριστικά προκειμένου να
ολοκληρώσει τον ορισμό της πόλης. Την χαρακτηρίζει ‘’τέλεια’’ , εφόσον έχει
κατακτήσει την ‘’ αυτἀρκεια’’ και γι’αυτό είναι σε θέση να εξασφαλίζει στον
πολίτη όχι απλά το ‘’ζην’’, αλλά το ‘’ευ ζην’, δηλαδή την ευδαιμονία.
Θυμίζουμε πως τέλος
είναι ο στόχος, η στιγμή της ακμής, της
τελείωσης, της ολοκλήρωσης. Η πορεία προς την κατάκτηση αυτού του στόχου
ονομάζεται εντελέχεια. Ο στόχος, λοιπόν, της πόλης είναι να διασφαλίσει
τη ζωή και συγκεκριμένα την καλή ζωή («συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή,
υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως»). Για παράδειγμα, η πόλη
είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια, γιατί αποτελεί εξέλιξη και ολοκλήρωση της
οικογένειας και του χωριού.
Όλα τα παραπάνω η πόλις
μπορεί να τα προσφέρει στον πολίτη της, εφόσον η ίδια έχει εξασφαλίσει την
αυτάρκεια.
Η αυτάρκεια αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα
της πόλεως και πρωταρχική επιδίωξή της. Με αυτήν δηλώνεται η επάρκεια των αγαθών
που είναι απαραίτητα για την απόκτηση και διατήρηση της συλλογικής ευτυχίας
(εὐδαιμονίας). Πρόκειται για αγαθά εξωτερικά (υλικά), σωματικά και ψυχικά. Η
αυτάρκεια μιας πόλης εξαρτάται α) από τη γεωγραφική της θέση, ώστε να
εξασφαλίζονται υλικά αγαθά, β) από το έμψυχο, ανθρώπινο δυναμικό που διασφαλίζει
την άμυνα της πόλης-κράτους και γ) από το σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής
δικαιοσύνης, που εγγυάται την εσωτερική συνοχή της πόλης.
Τέλος ο
Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την πόλη, ως προς την
προέλευση της, έμφυτη. (πᾶσα πόλις
φύσει ἔστιν)
Σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο, τόσο η
κοινωνικότητα του ανθρώπου όσο και η σύσταση της πόλεως ανάγονται στη φύση,
είναι φυσικά φαινόμενα. Δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη διδασκαλία του φιλοσόφου
να αποτελεί απάντηση σε ορισμένους σοφιστές που υποστήριζαν ότι οι πολιτικοί
θεσμοί και οι νόμοι αποτελούν προϊόντα ανθρώπινα, κοινωνικές συμβάσεις που
έρχονται σε σύγκρουση με τις φυσικές διεργασίες.
Β2. Παρατηρούμε πως στο κείμενο αναφοράς που προέρχεται
από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη και στο παράλληλο απόσπασμα που μας δόθηκε από
τον Ανώνυμο του Ιαμβλίχου περιγράφονται όντα «Υπεράνθρωπα».
Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης
προκειμένου να τεκμηριώσει την άποψή του για την υπεροχή του πλήθος στην εξουσία
παρουσιάζει ένα ον που ξεφεύγει από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έχει πολλά
χέρια και πολλά πόδια (πολύποδα και πολύχειρα) αλλά και πολλές αισθήσεις. Η
αναφορά του αυτή θυμίζει όντα της ελληνικής μυθολογίας, όπως τους Εκατόγχειρες ή
τις Ερινύες. Η αναλογία αυτή υπενθυμίζουμε πως δόθηκε από τον Αριστοτέλη
προκειμένου να τονιστεί η αξία της συμμετοχής του πλήθους στην εξουσία. «Πολλοί
όπως είναι οι άνθρωποι του λαού,
μοιάζουν με έναν ον με πολλά χέρια, πολλά πόδια, αλλά και πολλές αισθήσεις, έτσι
και ο λαός ενωμένος θα υπερέχει στο ήθος και στο πνεύμα, όταν μετέχει στην
εξουσία.
Από την άλλη , ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου, όπως παρατηρούμε στο απόσπασμα
που μας δόθηκε περιγράφει έναν «Υπεράνθρωπο» που θυμίζει τα παραπάνω όντα του
Αριστοτέλη. Ο «Υπεράνθωπος»
θα έχει εκ φύσεως υπερφυσικές δυνάμεις,
τόσο σωματικές όσο και ψυχικές. Αν και υπερέχει των άλλων, δε θα μπορούσε να
επικρατήσει σ΄ αυτούς παρά μόνο αν συμβαδίζει με τον νόμο και τη δικαιοσύνη.
Επομένως ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου χρησιμοποιεί την περιγραφή αυτού του όντος,
για να δείξει πως κανείς δεν μπορεί να υπερτερήσει του πλήθους, ακόμα κι αν έχει
υπερφυσικές δυνάμεις, αν δεν συμπορεύεται με την αρετή της δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως υπάρχει ομοιότητα στα δύο κείμενα σχετικά με
την αναφορά τους σε όντα που ξεφεύγουν των ανθρωπίνων ιδιοτήτων, όμως οι δυο
συγγραφείς εξυπηρετούν διαφορετικές σκοπιμότητες. ο Αριστοτέλης για να τονίσει
την αξία της δημοκρατίας, ενώ ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου, για να δείξει πως οι
υπεράνθρωποι, όσο ισχυροί και να είναι, αν δεν είναι σύμφωνοι με το δίκιο,
απομονώνονται από τον λαό.
Β3.
οπτική – ὁρῶμεν
σύσταση – συνεστηκυῖαν
λάθος – ἀλήθειαν
δοχείο – ἐνδέχεται
ποδήλατο – πολύποδα
Β4.
1 β
2 β
3 α
4 α
5 β
Γ. ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Πλάτωνας, Θεάγης, 121, b1-d6
(ed. OXFORD CLASSICAL
TEXTS)
Γ1.
Σωκράτη,
όλα σχεδόν τα φυτά δημιουργούνται (ή
φαίνεται ότι δημιουργούνται) με τον ίδιο τρόπο, και όσα φύονται από τη γη και τα
άλλα (ή τα υπόλοιπα) ζώα και ο άνθρωπος˙ και
στα φυτά αυτό είναι πολύ εύκολο για μας, όσοι καλλιεργούμε τη γη, το να
προετοιμάζουμε όλα (ή στην εντέλεια) πριν το φύτεμα και το ίδιο το φύτεμα
(καλλιέργεια) όταν αυτό που φυτεύτηκε αυξηθεί (ή μεγαλώσει ή επιβιώσει), μετά
από αυτό η φροντίδα (ή η διόρθωση) είναι (γίνεται) πολύ δυσχερής και δύσκολή. Το
ίδιο φαίνεται (ή έτσι φαίνεται) ότι συμβαίνει (ισχύει) και στους ανθρώπους˙ Από
τις δικές μου εμπειρίες εγώ το συμπεραίνω και για τις άλλες περιπτώσεις (και για
τα άλλα). Διότι για μένα το φύτεμα ή η γέννηση του γάμου μου αυτού εδώ όπως
πρέπει να την ονομάζει κανείς, υπήρξε το πιο εύκολο απ΄ όλα, ενώ η ανατροφή του
δύσκολή και συνεχώς μου προκαλεί φόβο γι΄αυτόν.
Γ2.
Το συγκεκριμένο έργο
«Θεάγης» του Πλάτωνα εστιάζει στην ανησυχία ενός πατέρα του Δημόδοκου σε σχέση
με την ανατροφή και την παιδεία του γιου του Θεάγη. Πιο ειδικά ο Θεάγης αξιώνει
από τον πατέρα του , επηρεασμένος από τα λόγια των συνομηλίκων και των
συντοπιτών του που κατέβηκαν στην Αθήνα ( «τῶν ἡλικιωτῶν … καταβαίνοντες»), τη
μαθητεία του δίπλα σε κάποιον
σοφιστή «α
ἀξίων … σοφιστῶν». Η αιτία αυτής του της αξίωσης αφορά στην πεποίθηση του ίδιου
του παιδιού πως μόνο ένας σοφιστής έχει την ικανότητα να του μεταγγίσει την
σοφία «ὃστις αύτόν … ποιήσει».
Εν ολίγοις η αντίληψη πως η σοφία αποκτάται επί πληρωμή «χρήματα τελέσαι…
σοφιστῶν» και μόνο δίπλα σε κάποιον σοφιστή είναι διάχυτη παντού στη νεολαία της
εποχής.
Γ3. σχές
ῥἀδιον –ῥᾶον
ἐπιθυμεῖν
τά ἂστη
καταβησόμενοι
παλαίτερον
ἐπιμεληθέντων
οἳτινες
Γ4α.
τόν αὐτόν:
Επιθετικός Προσδιορισμός ως ονοματικός ομοιόπτωτος στο όνομα τόν τρόπον.
τοῦτο:
Υποκείμενο του ρήματος γίγνεται.
ὀνομάζειν:
τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος δει̃, αναγκαστική
ετεροπροσωπία.
πάντων:
γενική διαιρετική ως ονοματικός ετερόπτωτος στο
ῥᾴστη.
εἰς τό
ἂστυ: εμπρόθετος
επιρρηματικός προσδιορισμός κατεύθυνσης σε τόπο στη μετοχή καταβαίνοντες.
μοι:
έμμεσο αντικείμενο του
ρήματος παρέχει.
σοφόν:
κατηγορούμενο του
αντικειμένου
αὐτὸν μέσω του ποιήσει.
Γ4β. Δημόδοκος
ἒλεγεν ὃτι ἡ δέ τότε παροῦσα
ἐπιθυμία τούτῳ πάνυ τοῦτον
φοβοῖ / φοβοίη